Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η Βιταμίνη D και τα οφέλη της

Η βιταμίνη D είναι ένας όρος που περιλαμβάνει δύο κύριες μορφές:

  • Την D3 (χοληκαλσιφερόλη)
  • Την D2 (εργοκαλσιφερόλη)

Η βιταμίνη D3 παράγεται όταν εκτιθέμεθα στον ήλιο και παράλληλα βρίσκεται σε κάποιες ζωικές τροφές, όπως τα λιπαρά ψάρια, το συκώτι και ο κρόκος αυγών.  Η D3 θεωρείται πιο αποτελεσματική στην αύξηση των επιπέδων της στο αίμα απ’ ό,τι η D2, η οποία εντοπίζεται σε κάποιες φυτικές πηγές, όπως τα μανιτάρια και οι ζύμες. Ακόμα, αρκετά τρόφιμα όπως φυτικά γάλατα, χυμοί πορτοκάλι και δημητριακά είναι εμπλουτισμένα με αυτή. Και οι δύο αυτές μορφές μεταβολίζονται στην ίδια ενεργό μορφή βιταμίνης D, που χρειάζεται το σώμα μας την καλσιτριόλη.
Οι τροφές που είναι πλούσιες στη βιταμίνη D είναι οι εξής:

  • Λιπαρά ψάρια
  • Μουρουνέλαιο
  • Κρόκος αυγού
  • Γαρίδες
  • Μαργαρίνες 
  • Εμπλουτισμένα δημητριακά
  • Εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά

Η πιο σημαντική διατροφική πηγή της βιταμίνης D είναι το συκώτι της μουρούνας, με το μουρουνέλαιο να περιέχει πάνω από δύο φορές τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη σε μια κουταλιά της σούπας (15 ml), ήτοι 1.360 IU.

Ο μαγειρεμένος σολομός (85 γρ.) περιέχει 447 IU βιταμίνης D ενώ το βοδινό συκώτι (85 γρ.) και ένα μεγάλο αυγό (κρόκος) περιέχουν περίπου την ίδια ποσότητα (42 IU).

Επειδή δεν μπορεί να διορθωθεί μια ανεπάρκεια, απαραίτητη κρίνεται η λήψη των συμπληρωμάτων διατροφής.
Η βιταμίνη D είναι επίσης πολύ σημαντική για την υγεία των οστών και των δοντιών.

Επιπλέον, βοηθά πολύ στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, στην πρόληψη ιώσεων και στη διαχείριση ορισμένων αυτοάνοσων νοσημάτων. 

Ακόμα, βοηθά στη θεραπεία της οστεοπόρωσης, στην πρόληψη των παθήσεων της καρδιάς, στην αποτροπή της ανάπτυξης του διαβήτη τύπου 2, στη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και στην πρόληψη της άνοιας.

Τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό ελέγχονται μέσω μιας αιματολογικής εξέτασης που ονομάζεται 25-υδρόξυβιταμίνη D ή 25(ΟΗ) D3.

Συγκεκριμένα:

  • Tιμές >20 ng/ml θεωρούνται φυσιολογικές.
  • Τιμές από 12-20 ng/ml θεωρούνται ενδεικτικές ανεπάρκειας.
  • Τιμές <12 ng/ml υποδεικνύουν σοβαρή ανεπάρκεια με διαταραχές στην επιμετάλλωση των οστών, μυϊκή αδυναμία, ευκολία στην εκδήλωση λοίμωξης και ραχίτιδα στα παιδιά.
  • Τιμές >50ng/ml θεωρούνται υψηλές και ενδεχομένως επικίνδυνες διότι η υπερβολική βιταμίνη D μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση ασβεστίου στο σώμα (υπερασβεστιαιμία) και να αποδυναμώσει τα νεφρά ή να βλάψει την καρδιά. Η υπερεπάρκεια περιλαμβάνει αδυναμία, κόπωση, πονοκέφαλο, απώλεια όρεξης, ναυτία , έμετο, κατάθλιψη, υψηλή αρτηριακή πίεση.

Τα άτομα που κινδυνεύουν από έλλειψη είναι  τα:

  • Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα
  • Άτομα με μηδενική έκθεση στον ήλιο
  • Άτομα που χρησιμοποιούν αρκετό αντιηλιακό
  • Άτομα με παθήσεις, όπως παχυσαρκία, χρόνια νεφρική νόσο, κοιλιοκάκη, νόσο του Crohn και κυστική ίνωση.

 

Πηγές: 

  1. Institute of Medicine. Dietary reference intakes for calcium and Vitamin D. Washington, D.C.: National Academy Press, 2010
    https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NB/K56070/
  2. Wang, F., Xu, Z., Yang, C. (2022), Correlation between serum25-OH- vitamin D level and diabetic foot ulcer in elderly diabetic patient. https://doi.org/10.21203/rs-1613316/v1

More articles